- πενθήμερος
- η , ο [ος, ον] пятидневный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πενθήμερος — of five days masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθήμερος — και πενταήμερος, η, ο / πενθήμερος και πεμπάμερος και πεμπτάμερος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί πέντε ημέρες 2. φρ. «κατά πενθήμερο(ν)» κάθε πέντε μέρες ή μια φορά κάθε πέντε μέρες νεοελλ. το πενθήμερο α) χρονικό διάστημα πέντε ημερών β) (κατ… … Dictionary of Greek
πενθήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί πέντε μέρες. 2. ως ουσ., πενθήμερο, το χρονικό διάστημα πέντε ημερών, πενθημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πενθήμερον — πενθήμερος of five days masc/fem acc sg πενθήμερος of five days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθημέρου — πενθήμερος of five days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθημέρους — πενθήμερος of five days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενθημέρων — πενθήμερος of five days masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυθήμερος — αὐθήμερος, ον (Α) 1. αυτός που συμβαίνει ή συντελείται μέσα στην ίδια ημέρα 2. (για λόγους και ομιλίες) πρόχειρος, αυτοσχέδιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο + ήμερος) < ημέρα (πρβλ. εφήμερος, πενθήμερος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
πεμπάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος … Dictionary of Greek
πεμπτάμερος — ον, Α βλ. πενθήμερος … Dictionary of Greek
πενθημερία — η, ΝΑ [πενθήμερος] 1. εργασία, μόχθος πέντε ημερών ή μισθός, αμοιβή για εργασία πέντε ημερών 2. χρονικό διάστημα πέντε ημερών … Dictionary of Greek